- ῥυπαρεύομαι
- ῥῠπᾰρ-εύομαι, [voice] Pass.,= ῥυπαίνομαι, v.l. in Apoc.22.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυπαρεύομαι — Α [ῥυπαρός] γίνομαι ρυπαρός, ρυπαίνομαι, λερώνομαι … Dictionary of Greek
ῥυπαρευθῆναι — ῥυπαρεύομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρευθήτω — ῥυπαρεύομαι aor imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)